μπήγω

μπήγω
μπήγω και μπήζω έμπηξα, μπήχτηκα, μπηγμένος
1. χώνω κάτι μυτερό κάπου: Έμπηξε το μαχαίρι στο λαιμό του θύματος.
2. φρ., «Έμπηξα τις φωνές», ξέσπασα σε φωνές, φώναξα δυνατά· «Έμπηξα τα γέλια», ξέσπασα σε γέλια, άρχισα να γελώ δυνατά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπήγω — μπήγω, έμπηξα βλ. πίν. 21 και πρβλ. μπήζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπήγω — και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.) νεοελλ. 1. τρώγω… …   Dictionary of Greek

  • μπήζω — μπήγω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαπηγνύω — (Α διαπηγνύω) παρεμβάλλω ή μπήγω κάτι ανάμεσα σε διάφορα πράγματα για να τά στερεώσω αρχ. 1. μπήγω, σφηνώνω 2. σκληραίνω κάτι παγώνοντάς το …   Dictionary of Greek

  • εμπήγω — και μπήγω (AM ἐμπήγνυμι και ἐμπηγνύω) μπήγω, σφηνώνω, καρφώνω αρχ. 1. κάνω κάτι να παγώσει 2. μέσ. ἐμπήγνυμαι προσηλώνομαι, προσκολλώμαι σε κάτι ή κάποιον 3. παθ. παγώνω, πεθαίνω από ψύξη …   Dictionary of Greek

  • παραπήγνυμι — και παραπηγνύω ΜΑ προσθέτω κάτι ως υποσημείωση αρχ. 1. μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο (α. «παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῡ νεκροῡ», Ηρόδ. β. «παρὰ δ ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. εμφυτεύω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («αἱ λῡπαι ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπήγνυμι — Μ 1. μπήγω κάτι κοντά ή χώνω περισσότερο («ἄλλου παρεμπήξαντος ἄκρον τό ξίφος», Πρόδρ.) 2. (παρακμ.) παρεμπέπηγα είμαι στερεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπήγνυμι «μπήγω»] …   Dictionary of Greek

  • προπήγνυμι — και προπηγνύω Α 1. (μτβ.) μπήγω κάτι εμπρός ή μπήγω κάτι προηγουμένως 2. (αμτβ.) πήζω προηγουμένως («προπεπηγὸς δάκρυον», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πήγνυμι / πηγνύω «στερεώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσκαταπήγνυμι — Α μπήγω στερεά επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταπήγνυμι «μπήγω στερεά»] …   Dictionary of Greek

  • προσπαραπήγνυμι — Μ μπήγω, στερεώνω κάτι ακόμη κοντά σε κάποιον («προσπαραπηγνύναι χάρακα», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παραπήγνυμι «μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”